Το τριο στο vnσi με τους συναδελφους του αντρα μου

Μετά τις πρώτες κινήσεις για να βγει το διαζύγιο, η ψυχολογία μου ήταν χάλια. Τις πρώτες μέρες που με έκανε τσακωτή, έμενα πότε στο πατρικό μου και πότε στο σπίτι του γυμναστή. Ένα πρωινό και ενώ ετοιμαζόμουν για δουλειά με πήρε ένα νούμερο από σταθερό από νησί κάπου στα νότια. Είχε έρθει η σειρά μου για αναπληρώτρια και έπρεπε να τους απαντήσω άμεσα αν ήθελα να πάω ή όχι. Η απάντησή μου ήταν ναι αμέσως, αλλά έπρεπε να βρω τι θα κάνω με το παιδί (έστω για τις πρώτες μέρες) και με τη δουλειά που ήδη είχα.

Έψαξα αμέσως εισιτήρια για την ίδια μέρα, παραιτήθηκα από τη δουλειά μου (πωλήτρια ρούχων), ετοίμασα πρόχειρα-πρόχειρα την βαλίτσα μου, ενημέρωσα τους δικούς μου και μέσα σε κλάματα και στεναχώριες μπήκα στο αεροπλάνο για να φύγω το ίδιο απόγευμα. Έφτασα αργά το βράδυ, πήγα στο ξενοδοχείο που είχα κλείσει και η νύχτα πέρασε με κλάματα, αϋπνία και χάλια ψυχολογία. Την επόμενη μέρα πήγα από τα γραφεία, έκανα τα χαρτιά μου και πήρα ταξί για να πάω στο σχολείο να τους γνωρίσω.

Εκεί στα γραφεία που ήμουν γνώρισα και δύο παιδιά, την Εύα και τον Ηλία (ας τους πούμε έτσι). Κι αυτοί ήταν νέοι αναπληρωτές, σε άλλα σχολεία όμως, αλλά ήταν η πρώτη μέρα τους εκεί, οπότε ανταλλάξαμε κινητά για να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο. Αυτή ήταν αδύνατη, στο ύψος μου, αλλά πολύ πιο γυμνασμένη κι αυτός ψηλός, γεροδεμένος και πάνω κάτω στην ηλικία μου.

Έφτασα στο σχολείο και με πήγαν στο γραφείο του Διευθυντή. Ευγενικός κύριος, λογικά κοντά στα 60, με άσπρα μαλλιά, με καθαρότητα λόγου και ορθό ανάστημα.

Με ενημέρωσε ότι σε λίγο

θα ερχόταν ένας δάσκαλος, ο οποίος θα με ενημέρωνε για όλα τα καθήκοντα που θα είχα από την επόμενη μέρα. Μπήκε μέσα στο γραφείο ο Νίκος, γύρο στα 40, αδύνατος, με βλέμμα που γοητεύει, αλλά ένιωσα να με επεξεργάζεται έντονα. Γνωριστήκαμε και ενώ ο διευθυντής του μιλούσε αυτός με κοιτούσε επίμονα.

- Είσαι η νεότερη δασκάλα εδώ, το ξέρεις; μου είπε μόλις βγήκαμε από τα γραφεία.

- Δεν έχω γνωρίσει κανέναν, εκτός από σένα και τον διευθυντή.

- Θα μας γνωρίσεις όλους, όχι ότι είμαστε και πολλοί βασικά. Απλά είσαι η μικρότερη και θα σε προσέχουμε.

- Ευχαριστώ, του είπα και μου έκανε νόημα να περάσω μπροστά του στον διάδρομο για να πάμε προς μία πόρτα.

- Εδώ θα είναι η τάξη σου, αύριο θα είναι γεμάτη.

- Τουλάχιστον τη βλέπει ο ήλιος, τόσο καιρό με τις βροχές δε μπορώ άλλο.

- Ναι είναι η καλύτερη τάξη σ' αυτό το θέμα.

Μιλήσαμε αρκετά με το Νίκο για το πως θα στηθεί η τάξη και όση ώρα μιλούσαμε δεν είχε πάρει τα μάτια του από πάνω μου. Φορούσα ένα κολλητό τζιν, μποτάκι μαύρο μέχρι τον αστράγαλο με λεπτό χαμηλό τακούνι και ένα άσπρο μάλλινο μπλουζάκι με μεγάλο γιακά.

- Αν και μικρή βλέπω φοράς βέρα.

- Δεν είμαι τόσο μικρή όσο φαίνομαι, τον διέκοψα.

- Για κομπλιμέντο το είπα!

Βγήκαμε από την τάξη χωρίς να πούμε κάτι άλλο. Γνωρίσαμε τους υπόλοιπους και έφτασε η ώρα για να φύγω.

- Θες να περιμένεις μισή ώρα για να σε πάω στο σπίτι;

- Σε ξενοδοχείο μένω από χθες, δε βρήκα σπίτι.

- Θα σε βοηθήσω εγώ, αρκεί να με περιμένεις.

- Θέλω να πάω μέχρι το ξενοδοχείο, θες να περάσεις από εκεί;

Του έδωσα το κινητό μου και συμφωνήσαμε να έρθει να με πάρει όταν θα τελείωνε από το σχολείο. Δεν ένιωθα καλά και είχα την ανάγκη να περπατήσω. Το τελευταίο διάστημα ήμουν πολύ χάλια και αυτή η αλλαγή μου φαινόταν βουνό. Ήμουν μόνη σε άλλο τόπο και το μυαλό ήταν στο σπίτι μου.

Πέρασε η ώρα και ήρθε να με πάρει. Το αυτοκίνητό του ήταν πανάκριβο και καλογυαλισμένο. Κοιτούσα σαν χαμένη και άνοιξε το παράθυρο και μου έκανε νόημα να μπω.

- Τι έπαθες; μου είπε.

- Τίποτα, γενικά έχω τα θέματά μου τις τελευταίες μέρες

- Να ρωτήσω τι έχεις ή θα με αρπάξεις όπως πριν στην τάξη;

- Για να σου πω τι έχω θα πρέπει να έχεις πολύ ώρα...

- Αν θέλεις κερνάω και τσίπουρο, με διέκοψε.

- Εντάξει, αλλά ας πάμε να δούμε για σπίτι.

Στο δρόμο μίλησα με τον Ηλία και την Εύα δέχτηκαν να έρθουν και αυτοί στο τσίπουρο. Πήγαμε σε φίλους του Νίκου, βρήκα σπίτι, συμφώνησα μαζί τους και από την επόμενη μέρα μπορούσα να πάω να μείνω. Έχοντας ένα άγχος λιγότερο πήγα στο ξενοδοχείο για να ετοιμαστώ για το τσίπουρο. Δεν ήξερα τι να φορέσω όμως, δεν είχα ξαναβγεί σ αυτό το νησί και σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο τον Νίκο.

- Έγινε κάτι;… μου είπε ανήσυχος.

- Όχι, απλά δε ξέρω τι μαγαζί είναι αυτό που θα πάμε και δε ξέρω τι να φορέσω. Όχι ότι έχω και πολλά ρούχα μαζί μου.

- Όπως ήσουν το πρωί θα είσαι μια χαρά.

- Αν μυρίσουν τσιγάρο αυτά τα ρούχα όμως, δε θα έχω τι να φορέσω αύριο στο σχολείο;

- Μ αυτό το τζιν θα είσαι και αύριο;

- Ναι, γιατί;

- Εκτός από την μικρότερη εκεί θα είσαι και η πιο τολμηρή σε ντύσιμο.

- Αλήθεια;… μη με αγχώνεις τώρα! Δεν έχω ρούχα μαζί μου.

- Μην αγχώνεσαι, φόρα κάτι απλό τότε, έχεις κολάν, φόρμες κάτι τέτοιο;

- Κολάν μόνο, αυτό θα βάλω σήμερα τότε.

- Ωχ…

είπε και μου είπε ότι πρέπει να κλείσει. Ακούστηκε γυναικεία φωνή από μέσα και κλείσαμε απότομα. Κατάλαβα ότι ήταν παντρεμένος και ήταν λάθος που τον πήρα να ρωτήσω για ρούχα. Φόρεσα ένα μαύρο κολάν, με το μποτάκι και ένα μπλουζάκι ασύμμετρο που κάλυπτε το μισό κώλο μου.

Όταν ήρθε να με πάρει η έκπληξή του ήταν εμφανής στα μάτια του. Περάσαμε πήραμε και τα άλλα παιδιά και πήγαμε στο τσιπουράδικο. Η Εύα είχε βάλει κι αυτή ένα κολάν που τόνιζε ιδιαίτερα τις ωραίες καμπύλες του κορμιού της, τις οποίες πρόσεξε αμέσως ο Νίκος. Ο Ηλίας ήταν κοντά στα 35 σίγουρα, αλλά ήταν λιγομίλητος και απόμακρος. Ο Νίκος με το χιούμορ, τις ατάκες του και τα πειράγματά του μονοπώλησε τον ενδιαφέρον μας.

- Η Εύα είναι ελεύθερη Ζωή, εσύ είσαι;

- Εγώ αν και φοράω βέρα είμαι ελεύθερη.

- Γιατί έτσι, τι εννοείς;… είπε αυθόρμητα ο Ηλίας που μέχρι τότε δεν έλεγε τίποτα.

- Γιατί είμαι στα χωρίσματα…

του είπα απότομα και ο Νίκος προσπάθησε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα λέγοντας κάτι χιουμοριστικό και γεμίζοντας τα ποτήρια μας. Η ώρα ήταν ήδη 11 το βράδυ, είχαμε πιει αρκετά και η κούραση άρχισε να βγαίνει.

- Θέλετε να πάμε από το σπίτι μου; Έχω αγοράσει πίτσες κατεψυγμένες, τι λέτε;… είπε η Εύα.

- Πότε πρόλαβες;… της είπα και γελάσαμε.

- Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις είδα ότι είχα φούρνο στο σπίτι ήταν να πάω να αγοράσω πίτσες!

- Και τώρα με τόσους άντρες εδώ γύρο λιγουρεύεσαι πούτσες ή πίτσες;… της είπε ο Νίκος και μου έκλεισε το μάτι κολλώντας το πόδι του στο δικό μου κάτω από το τραπέζι.

- Νίκο! Παντρεμένος άνθρωπος και μας λες τέτοια;… του είπε η Εύα γελώντας.

- Κι εμείς έχουμε ψυχή. Βγήκα με δύο ωραίες κοπέλες σήμερα, έχουμε πιει τόσο και μου λες για πίτσα;

- Πεινάμε Νίκο, του είπα, πάμε σπίτι της, τρώμε και μετά θα μας πει τι σκέφτεται!

Το κλίμα γινόταν όλο και πιο θερμό με τα πειράγματα από τον Νίκο προς εμάς να γίνονται όλο και πιο έντονα.

Πήγαμε στο σπίτι της Εύας, το οποίο ήταν σχεδόν άδειο, καθώς μόλις το είχε νοικιάσει κι αυτή. Το μόνο που είχε ήταν ένας καναπές, ψυγείο, φούρνος, ένα έπιπλο σαν ραφιέρα και το κρεβάτι στο δωμάτιό της. Τα αγόρια κάθισαν στον καναπέ, η Εύα ετοίμαζε να ψήσει τις πίτσες κι εγώ πήγα να πάρω τηλέφωνο την μητέρα μου να δω πως τα πάνε. Ήταν περασμένη η ώρα, αλλά είχα άγχος για το μικρό. Ήμουν πίσω από την πόρτα στο δωμάτιο της Εύας, μιλούσα στα σκοτεινά, όταν ήρθε ο Νίκος από πίσω και πέρασε το χέρι του στη μέση μου. Έκανε στην άκρη τα μαλλιά μου, μύρισε τον λαιμό μου και ανατρίχιασα. Μου έκανε νόημα να καθίσω στο κρεβάτι και ενώ μιλούσα στο τηλέφωνο κάθισα, χωρίς αντίσταση.

Η Εύα είχε δύο ζευγάρια με γόβες δίπλα από το κρεβάτι. Ο Νίκος πήρε το ένα ζευγάρι (μαύρες ψηλοτάκουνες),τέντωσε το πόδι μου, χάιδεψε απαλά την γάμπα μου και μου έβγαλε το μποτάκι. Έγλειψε απαλά τα δάχτυλά μου και μου έβαλε την γόβα. Έκλεισα το τηλέφωνο και με σήκωσε πάνω.

- Τέτοια παπούτσια να φοράς. Αν βγεις έτσι έξω στο σαλόνι μέχρι και ο Ηλίας που δε μιλάει καθόλου θα μιλήσει!

- Πάω να του κάνω πασαρέλα τότε και έρχομαι. Αν δεν του αρέσει, θα έρθω να δοκιμάσουμε το άλλο ζευγάρι.

Περπάτησα το διάδρομο του σπιτιού και έφτασα στο σαλόνι. Μόλις με είδε η Εύα γέλασε, ενώ ο Ηλίας τέντωσε τα μάτια του.

- Τι κάνετε εκεί;… είπε

- Πασαρέλα κάνουμε, δε σου αρέσει;

- Μια χαρά είναι

- Πάω να βάλω άλλο συνολάκι… του είπα και πήγα προς το Νίκο.

Είχε ήδη τις άλλες γόβες στο χέρι του. Κάθισα στο κρεβάτι και μου λέει:

- Αυτές είναι πιο χαμηλές, δε θα σε κολακεύουν τόσο.

- Έχει κάτι ο κώλος μου και θέλει γόβες για να κολακευτεί;… του είπα με έντονο ύφος για να τον πειράξω.

- Όχι, έχεις τρομερό κώλο…

μου είπε και με σήκωσε. Με χούφτωσε δυνατά, έχωσε τη γλώσσα του στο στόμα μου και ένιωσα την καύλα του. Μετά από λίγο του

Loading...
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.